λιθογραφικός

λιθογραφικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογράφο ή στη λιθογραφία («λιθογραφικός ασβεστόλιθος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η λιθογραφική
η τέχνη τού λιθογράφου, η λιθογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographique < lithographie (βλ. λιθογραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Φιλολογικό Τηλέγραφο, φιλολογικό παράρτημα τής εφημερίδας Ελληνικός Τηλέγραφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη λιθογραφία: Όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με τη λιθογραφική τέχνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”